- οἰκείαν
- οἰκεί̱ᾱν , οἰκεῖοςinfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CACCABE — olim Carthago sic dicta. Stephanus in Καρχηδών. Ε᾿καλε̑ιτο δὴ καὶ Κακκάβη. τούτῳ δὲ κατα την` οἰκείαν αὐτῶν λέξιν, τππου κεφαλὴ δηλοῦται. Hîc autem Graeci videntur, peregrinae linguae vocem ad suam accommodâsse, sed ita ut facili negotiô possit… … Hofmann J. Lexicon universale
καρπώνω — και καρπώ (AM καρπῶ, όω) [καρπός (Ι)] 1. παράγω καρπό, καρποφορώ 2. μέσ. καρπώνομαι, καρποῡμαι, όομαι α) απολαμβάνω τους καρπούς, έχω την επικαρπία, καρπίζομαι («δὶς τοῡ ἐνιαυτοῡ τὴν γῆν καρποῡσθαι», Πλάτ.) β) λαμβάνω κέρδος από κάποιο πράγμα,… … Dictionary of Greek
πεισμονή — η, ΝΜΑ νεοελλ. πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη μσν. πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.) αρχ. 1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς»,… … Dictionary of Greek
προαπαλλάσσω — αττ. τ. προαπαλλάττω Α 1. απαλλάσσω εκ τών προτέρων 2. χάνω κάποια ιδιότητα («ὁ σφυγμὸς προαπαλλάσσει τὴν σφοδρότητα», Μαρκελλίν. Ιατρ.) 3. αναχωρώ πρωτύτερα («οἱ Αιτωλοὶ πάντες προαπηλλαχότες ἦσαν εἰς τὴν οἰκείαν», Διόδ.) 4. φρ. «προαπαλλάσσω… … Dictionary of Greek
πυρπολώ — πυρπολῶ, έω, ΝΜΑ βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω (α. «ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», Αριστοφ.) αρχ. 1. ανάβω φωτιά και τη διατηρώ 2. επιτίθεμαι… … Dictionary of Greek
ԱՌՏՆԻՆ — ( ) NBH 1 0312 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c մ. ԱՌՏՆԻՆ կամ ԱՌ ՏՆԻՆ κατ’εἵκον, εἵκους in domo, circa domum, domi Առ տանն. ʼի տան. առանձինն. տանը մէջ, տունը. ... *Առ տնին բեկանել զհացն, կամ ուսուցանել. ԳԾ. ՟Բ 46: ՟Ե 42: ՟Ի 20:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)